Definify.com
Definition 2024
επόμενος
επόμενος
Greek
Adjective
επόμενος • (epómenos) m (feminine επόμενη, neuter επόμενο)
Declension
positive forms of επόμενος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επόμενος | επόμενη | επόμενο | επόμενοι | επόμενες | επόμενα |
genitive | επόμενου | επόμενης | επόμενου | επόμενων | επόμενων | επόμενων |
accusative | επόμενο | επόμενη | επόμενο | επόμενους | επόμενες | επόμενα |
vocative | επόμενε | επόμενη | επόμενο | επόμενοι | επόμενες | επόμενα |
Related terms
- επομένως (epoménos, “therefore”)
- επομένη f (epoméni, “following”)