Definify.com

Definition 2024


επόμενος

επόμενος

Greek

Adjective

επόμενος (epómenos) m (feminine επόμενη, neuter επόμενο)

  1. next, following

Declension

Related terms

  • επομένως (epoménos, therefore)
  • επομένη f (epoméni, following)