Definify.com

Definition 2024


εργαζόμενος

εργαζόμενος

Greek

Adjective

εργαζόμενος (ergazómenos) m (feminine εργαζόμενη, neuter εργαζόμενο)

  1. employed

Declension

Noun

εργαζόμενος (ergazómenos) m (plural εργαζόμενοι, feminine εργαζόμενη)

  1. employed person, worker

Declension

Synonyms