Definify.com
Definition 2024
εργαζόμενος
εργαζόμενος
Greek
Adjective
εργαζόμενος • (ergazómenos) m (feminine εργαζόμενη, neuter εργαζόμενο)
Declension
positive forms of εργαζόμενος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εργαζόμενος | εργαζόμενη | εργαζόμενο | εργαζόμενοι | εργαζόμενες | εργαζόμενα |
genitive | εργαζόμενου | εργαζόμενης | εργαζόμενου | εργαζόμενων | εργαζόμενων | εργαζόμενων |
accusative | εργαζόμενο | εργαζόμενη | εργαζόμενο | εργαζόμενους | εργαζόμενες | εργαζόμενα |
vocative | εργαζόμενε | εργαζόμενη | εργαζόμενο | εργαζόμενοι | εργαζόμενες | εργαζόμενα |
Noun
εργαζόμενος • (ergazómenos) m (plural εργαζόμενοι, feminine εργαζόμενη)
Declension
declension of εργαζόμενος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εργαζόμενος | εργαζόμενοι |
genitive | εργαζομένου | εργαζομένων |
accusative | εργαζόμενο | εργαζομένους |
vocative | εργαζόμενε | εργαζόμενοι |