Definify.com
Definition 2024
ερμητικός
ερμητικός
Greek
Adjective
ερμητικός • (ermitikós) m (feminine ερμητική, neuter ερμητικό)
Declension
positive forms of ερμητικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερμητικός | ερμητική | ερμητικό | ερμητικοί | ερμητικές | ερμητικά |
genitive | ερμητικού | ερμητικής | ερμητικού | ερμητικών | ερμητικών | ερμητικών |
accusative | ερμητικό | ερμητική | ερμητικό | ερμητικούς | ερμητικές | ερμητικά |
vocative | ερμητικέ | ερμητική | ερμητικό | ερμητικοί | ερμητικές | ερμητικά |
Synonyms
- αεροστεγής (aerostegís)
- στεγανός (steganós)
Related terms
- ερμητικά (ermitiká, “hermetically”)