Definify.com
Definition 2024
ερπυστριοφόρος
ερπυστριοφόρος
Greek
Adjective
ερπυστριοφόρος • (erpystriofóros) m (feminine ερπυστριοφόρος, neuter ερπυστριοφόρο)
- (engineering) fitted with caterpillar track
Declension
positive forms of ερπυστριοφόρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερπυστριοφόρος | ερπυστριοφόρος | ερπυστριοφόρο | ερπυστριοφόροι | ερπυστριοφόροι | ερπυστριοφόρα |
genitive | ερπυστριοφόρου | ερπυστριοφόρου | ερπυστριοφόρου | ερπυστριοφόρων | ερπυστριοφόρων | ερπυστριοφόρων |
accusative | ερπυστριοφόρο | ερπυστριοφόρο | ερπυστριοφόρο | ερπυστριοφόρους | ερπυστριοφόρους | ερπυστριοφόρα |
vocative | ερπυστριοφόρε | ερπυστριοφόρε | ερπυστριοφόρο | ερπυστριοφόροι | ερπυστριοφόροι | ερπυστριοφόρα |
Related terms
- ερπύστρια f (erpýstria, “caterpillar track”)