Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ερωτηματολογίου
ερωτηματολογίου
See also:
ερωτηματολόγιου
Greek
Noun
ερωτηματολογίου
•
(
erotimatologíou
)
n
Genitive
singular
form of
ερωτηματολόγιο
(
erotimatológio
)
.
Similar Results