Definify.com
Definition 2025
ερωτηματολόγιο
ερωτηματολόγιο
Greek
Noun
ερωτηματολόγιο • (erotimatológio) n (plural ερωτηματολόγια)
Declension
declension of ερωτηματολόγιο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ερωτηματολόγιο | ερωτηματολόγια |
| genitive | ερωτηματολόγιου / ερωτηματολογίου | ερωτηματολόγιων / ερωτηματολογίων |
| accusative | ερωτηματολόγιο | ερωτηματολόγια |
| vocative | ερωτηματολόγιο | ερωτηματολόγια |
Related terms
- ερώτηση f (erótisi, “question”)