Definify.com
Definition 2024
ερωτομανία
ερωτομανία
Greek
Noun
ερωτομανία • (erotomanía) f (uncountable)
- (psychiatry) erotomania
Declension
Declension of ερωτομανία (erotomanía)
singular | |
---|---|
nominative | ερωτομανία |
genitive | ερωτομανίας |
accusative | ερωτομανία |
vocative | ερωτομανία |