Definify.com
Definition 2024
ευγενικά
ευγενικά
Greek
Adjective
ευγενικά • (evgeniká)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of ευγενικός (evgenikós).
Adverb
ευγενικά • (evgeniká)
ευγενικά • (evgeniká)
ευγενικά • (evgeniká)