Definify.com
Definition 2024
ευγενικός
ευγενικός
Greek
Adjective
ευγενικός • (evgenikós) m (feminine ευγενική, neuter ευγενικό)
Declension
positive forms of ευγενικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευγενικός | ευγενική | ευγενικό | ευγενικοί | ευγενικές | ευγενικά |
genitive | ευγενικού | ευγενικής | ευγενικού | ευγενικών | ευγενικών | ευγενικών |
accusative | ευγενικό | ευγενική | ευγενικό | ευγενικούς | ευγενικές | ευγενικά |
vocative | ευγενικέ | ευγενική | ευγενικό | ευγενικοί | ευγενικές | ευγενικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευγενικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευγενικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευγενικότερος | ευγενικότερη | ευγενικότερο | ευγενικότεροι | ευγενικότερες | ευγενικότερα |
genitive | ευγενικότερου | ευγενικότερης | ευγενικότερου | ευγενικότερων | ευγενικότερων | ευγενικότερων |
accusative | ευγενικότερο | ευγενικότερη | ευγενικότερο | ευγενικότερους | ευγενικότερες | ευγενικότερα |
vocative | ευγενικότερε | ευγενικότερη | ευγενικότερο | ευγενικότεροι | ευγενικότερες | ευγενικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ευγενικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευγενικότατος | ευγενικότατη | ευγενικότατο | ευγενικότατοι | ευγενικότατες | ευγενικότατα |
genitive | ευγενικότατου | ευγενικότατης | ευγενικότατου | ευγενικότατων | ευγενικότατων | ευγενικότατων |
accusative | ευγενικότατο | ευγενικότατη | ευγενικότατο | ευγενικότατους | ευγενικότατες | ευγενικότατα |
vocative | ευγενικότατε | ευγενικότατη | ευγενικότατο | ευγενικότατοι | ευγενικότατες | ευγενικότατα |