Definify.com

Definition 2024


ευχαριστία

ευχαριστία

Greek

Noun

ευχαριστία (efcharistía) f (plural ευχαριστίες)

  1. thanks

Declension

Related terms

  • ευχαριστώ (efcharistó, to thank)
  • ευχάριστος (efcháristos, pleasant)
  • Θεία Ευχαριστία f (Theía Efcharistía, Holy Communion, Eucharist)