Definify.com
Definition 2024
ευχαριστία
ευχαριστία
See also: εὐχαριστία
Greek
Noun
ευχαριστία • (efcharistía) f (plural ευχαριστίες)
Declension
declension of ευχαριστία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ευχαριστία | ευχαριστίες |
genitive | ευχαριστίας | ευχαριστιών |
accusative | ευχαριστία | ευχαριστίες |
vocative | ευχαριστία | ευχαριστίες |
Related terms
- ευχαριστώ (efcharistó, “to thank”)
- ευχάριστος (efcháristos, “pleasant”)
- Θεία Ευχαριστία f (Theía Efcharistía, “Holy Communion, Eucharist”)