Definify.com
Definition 2024
ευχαριστώ
ευχαριστώ
Greek
An entry in the Greek phrasebook(Basic)
Interjection
ευχαριστώ • (efcharistó)
Related terms
- ευχαριστούμε (efcharistoúme, “we thank you”)
Verb
ευχαριστώ • (efcharistó) (simple past ευχαρίστησα, passive form ευχαριστιέμαι or ευχαριστούμαι)
- thank
- Η Αθηνά ευχαρίστησε το Νίκο για το δώρο. ― I Athiná efcharístise to Níko gia to dóro. ― Athena thanked Niko for the present.
- Ευχαριστώ, αλλά δε θα πάρω. ― Efcharistó, allá de tha páro. ― Τhanks, but no thanks.
Conjugation
ευχαριστώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ευχαριστώ | ευχαριστούσα | θα ευχαριστώ | να ευχαριστώ | |
2s | ευχαριστείς | ευχαριστούσες | θα ευχαριστείς | να ευχαριστείς | — |
3s | ευχαριστεί | ευχαριστούσε | θα ευχαριστεί | να ευχαριστεί | |
1p | ευχαριστούμε | ευχαριστούσαμε | θα ευχαριστούμε | να ευχαριστούμε | |
2p | ευχαριστείτε | ευχαριστούσατε | θα ευχαριστείτε | να ευχαριστείτε | ευχαριστείτε |
3p | ευχαριστούν, ευχαριστούνε | ευχαριστούσαν, ευχαριστούσανε | θα ευχαριστούν, θα ευχαριστούνε | να ευχαριστούν, να ευχαριστούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ευχαριστήσω | ευχαρίστησα | θα ευχαριστήσω | να ευχαριστήσω | |
2s | ευχαριστήσεις | ευχαρίστησες | θα ευχαριστήσεις | να ευχαριστήσεις | ευχαρίστησε |
3s | ευχαριστήσει | ευχαρίστησε | θα ευχαριστήσει | να ευχαριστήσει | |
1p | ευχαριστήσουμε, ευχαριστήσομε | ευχαριστήσαμε | θα ευχαριστήσουμε, θα ευχαριστήσομε | να ευχαριστήσουμε, να ευχαριστήσομε | |
2p | ευχαριστήσετε | ευχαριστήσατε | θα ευχαριστήσετε | να ευχαριστήσετε | ευχαριστήστε, ευχαριστήσετε |
3p | ευχαριστήσουν, ευχαριστήσουνε | ευχαρίστησαν, ευχαριστήσαν, ευχαριστήσανε | θα ευχαριστήσουν, θα ευχαριστήσουνε | να ευχαριστήσουν, να ευχαριστήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ευχαριστήσει | είχα ευχαριστήσει | θα έχω ευχαριστήσει | να έχω ευχαριστήσει | |
2s | έχεις ευχαριστήσει | είχες ευχαριστήσει | θα έχεις ευχαριστήσει | να έχεις ευχαριστήσει | |
3s | έχει ευχαριστήσει | είχε ευχαριστήσει | θα έχει ευχαριστήσει | να έχει ευχαριστήσει | |
1p | έχουμε ευχαριστήσει | είχαμε ευχαριστήσει | θα έχουμε ευχαριστήσει | να έχουμε ευχαριστήσει | |
2p | έχετε ευχαριστήσει | είχατε ευχαριστήσει | θα έχετε ευχαριστήσει | να έχετε ευχαριστήσει | |
3p | έχουν ευχαριστήσει | είχαν ευχαριστήσει | θα έχουν ευχαριστήσει | να έχουν ευχαριστήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ευχαριστημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ευχαριστημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ευχαριστημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ευχαριστημένο | ||||
Participle: | ευχαριστώντας | Non-finite ‡ | ευχαριστήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||