Definify.com
Definition 2024
εφευρετικοί
εφευρετικοί
Greek
Adjective
εφευρετικοί • (efevretikoí)
- Nominative masculine plural form of εφευρετικός (efevretikós).
- Vocative masculine plural form of εφευρετικός (efevretikós).
εφευρετικοί • (efevretikoí)