Definify.com
Definition 2024
εφευρετικός
εφευρετικός
Greek
Adjective
εφευρετικός • (efevretikós) m (feminine εφευρετική, neuter εφευρετικό)
- inventive (of a person)
Declension
positive forms of εφευρετικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εφευρετικός | εφευρετική | εφευρετικό | εφευρετικοί | εφευρετικές | εφευρετικά |
genitive | εφευρετικού | εφευρετικής | εφευρετικού | εφευρετικών | εφευρετικών | εφευρετικών |
accusative | εφευρετικό | εφευρετική | εφευρετικό | εφευρετικούς | εφευρετικές | εφευρετικά |
vocative | εφευρετικέ | εφευρετική | εφευρετικό | εφευρετικοί | εφευρετικές | εφευρετικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εφευρετικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εφευρετικός, etc.) |