Definify.com

Definition 2024


εὔχομαι

εὔχομαι

Ancient Greek

Verb

εὔχομαι (eúkhomai)

  1. to pray, offer prayers
  2. I pray for, wish for, long for
  3. to vow or promise to do
  4. to profess loudly, to boast, vaunt

Inflection

Derived terms

  • with prepositional prefixes:
    • ἀπεύχομαι (apeúkhomai)
    • ἐξεύχομαι (exeúkhomai)
    • ἐνεύχομαι (eneúkhomai)
    • κατεύχομαι (kateúkhomai)
    • μετεύχομαι (meteúkhomai)
    • προκατεύχομαι (prokateúkhomai)
    • προσεπεύχομαι (prosepeúkhomai)
    • προσεύχομαι (proseúkhomai)
    • προσκατεύχομαι (proskateúkhomai)
    • συγκατεύχομαι (sunkateúkhomai)
    • συνεπεύχομαι (sunepeúkhomai)
    • συνεύχομαι (suneúkhomai)
  • ἐπευχάδιος (epeukhádios)
  • with suffixes

References