Definify.com
Definition 2025
ζήτημα
ζήτημα
Greek
Noun
ζήτημα • (zítima) n
Declension
declension of ζήτημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ζήτημα | ζητήματα |
genitive | ζητήματος | ζητημάτων |
accusative | ζήτημα | ζητήματα |
vocative | ζήτημα | ζητήματα |
Related terms
- είναι ζήτημα (eínai zítima)
- ζήτημα ζωής και θανάτου (zítima zoís kai thanátou)