Definify.com
Definition 2024
ζητητικός
ζητητικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /zititikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /zititikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /zititikós/
Adjective
ζητητικός • (zētētikós) m (feminine ζητητική, neuter ζητητικόν); first/second declension
- disposed to searching, inquiry
- (in masculine, substantive, chiefly in the plural) Sceptic
- (in feminine, substantive) Sceptic philosophy
Inflection
First and second declension of ζητητικός, ζητητική, ζητητικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | ζητητικός | ζητητική | ζητητικόν | ζητητικώ | ζητητικᾱ́ | ζητητικώ | ζητητικοί | ζητητικαί | ζητητικᾰ́ | |||
Genitive | ζητητικοῦ | ζητητικῆς | ζητητικοῦ | ζητητικοῖν | ζητητικαῖν | ζητητικοῖν | ζητητικῶν | ζητητικῶν | ζητητικῶν | |||
Dative | ζητητικῷ | ζητητικῇ | ζητητικῷ | ζητητικοῖν | ζητητικαῖν | ζητητικοῖν | ζητητικοῖς | ζητητικαῖς | ζητητικοῖς | |||
Accusative | ζητητικόν | ζητητικήν | ζητητικόν | ζητητικώ | ζητητικᾱ́ | ζητητικώ | ζητητικούς | ζητητικᾱ́ς | ζητητικᾰ́ | |||
Vocative | ζητητικέ | ζητητική | ζητητικόν | ζητητικώ | ζητητικᾱ́ | ζητητικώ | ζητητικοί | ζητητικαί | ζητητικᾰ́ | |||
References
- ζητητικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- ζητητικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «ζητητικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- Woodhouse, S. C. (1910) English-Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language, London: Routledge & Kegan Paul Limited.
- inquiring idem, page 443.