Definify.com
Definition 2024
ηλεκτροσπασμοθεραπεία
ηλεκτροσπασμοθεραπεία
Greek
Noun
ηλεκτροσπασμοθεραπεία • (ilektrospasmotherapeía) f (uncountable)
- (medicine, psychiatry) electroconvulsive therapy, ECT
Declension
Declension of ηλεκτροσπασμοθεραπεία (ilektrospasmotherapeía)
singular | |
---|---|
nominative | ηλεκτροσπασμοθεραπεία |
genitive | ηλεκτροσπασμοθεραπείας |
accusative | ηλεκτροσπασμοθεραπεία |
vocative | ηλεκτροσπασμοθεραπεία |