Definify.com
Definition 2024
ηλεκτροσυγκόλληση
ηλεκτροσυγκόλληση
Greek
Noun
ηλεκτροσυγκόλληση • (ilektrosynkóllisi) f (plural ελεκτροσυγκολλήσεις)
- (engineering) arcwelding (welding using an electrical arc)
Declension
declension of ηλεκτροσυγκόλληση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροσυγκόλληση | ηλεκτροσυγκολλήσεις |
genitive | ηλεκτροσυγκόλλησης / ηλεκτροσυγκολλήσεως | ηλεκτροσυγκολλήσεων |
accusative | ηλεκτροσυγκόλληση | ηλεκτροσυγκολλήσεις |
vocative | ηλεκτροσυγκόλληση | ηλεκτροσυγκολλήσεις |
Related terms
- οξυγονοκόλληση f (oxygonokóllisi, “oxyacetylene welding”)