Definify.com
Definition 2024
ηχομιμητική
ηχομιμητική
Greek
Noun
ηχομιμητική • (ichomimitikí) f (plural ηχομιμητικές)
Declension
declension of ηχομιμητική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηχομιμητική | ηχομιμητικές |
genitive | ηχομιμητικής | ηχομιμητικών |
accusative | ηχομιμητική | ηχομιμητικές |
vocative | ηχομιμητική | ηχομιμητικές |
Synonyms
- ονοματοποιία f (onomatopoiía)
Adjective
ηχομιμητική • (ichomimitikí)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of ηχομιμητικός (ichomimitikós).