Definify.com
Definition 2024
θηλαστικός
θηλαστικός
Greek
Adjective
θηλαστικός • (thilastikós) m (feminine θηλαστική, neuter θηλαστικό)
Declension
positive forms of θηλαστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θηλαστικός | θηλαστική | θηλαστικό | θηλαστικοί | θηλαστικές | θηλαστικά |
genitive | θηλαστικού | θηλαστικής | θηλαστικού | θηλαστικών | θηλαστικών | θηλαστικών |
accusative | θηλαστικό | θηλαστική | θηλαστικό | θηλαστικούς | θηλαστικές | θηλαστικά |
vocative | θηλαστικέ | θηλαστική | θηλαστικό | θηλαστικοί | θηλαστικές | θηλαστικά |