Definify.com
Definition 2024
θυμιατίζομαι
θυμιατίζομαι
Greek
Verb
θυμιατίζομαι • (thymiatízomai) (simple past θυμιατίστηκα, active form θυμιατίζω, passive)
- passive of θυμιατίζω (thymiatízo)
Conjugation
θυμιατίζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | θυμιατίζομαι | θα θυμιατίζομαι | θυμιατιζόμουν, θυμιατιζόμουνα |
2nd person | θυμιατίζεσαι | θα θυμιατίζεσαι | θυμιατιζόσουν, θυμιατιζόσουνα | |
3rd person | θυμιατίζεται | θα θυμιατίζεται | θυμιατιζόταν, θυμιατιζότανε | |
1st person | pl | θυμιατιζόμαστε | θα θυμιατιζόμαστε | θυμιατιζόμασταν, θυμιατιζόμαστε2 |
2nd person | θυμιατίζεστε, θυμιατιζόσαστε1 | θα θυμιατίζεστε, θυμιατιζόσαστε1 | θυμιατιζόσασταν, θυμιατιζόσαστε2 | |
3rd person | θυμιατίζονται | θα θυμιατίζονται | θυμιατίζονταν, θυμιατιζόντανε, θυμιατιζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | θυμιατιστώ | θα θυμιατιστώ | θυμιατίστηκα |
2nd person | θυμιατιστείς | θα θυμιατιστείς | θυμιατίστηκες | |
3rd person | θυμιατιστεί | θα θυμιατιστεί | θυμιατίστηκε | |
1st person | pl | θυμιατιστούμε | θα θυμιατιστούμε | θυμιατιστήκαμε |
2nd person | θυμιατιστείτε | θα θυμιατιστείτε | θυμιατιστήκατε | |
3rd person | θυμιατιστούν, θυμιατιστούνε | θα θυμιατιστούν, θα θυμιατιστούνε | θυμιατίστηκαν, θυμιατιστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | θυμιατίσου | |
2nd person | pl | —3 | θυμιατιστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω θυμιατιστεί, έχεις θυμιατιστεί έχει θυμιατιστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω θυμιατιστεί, θα έχεις θυμιατιστεί, θα έχει θυμιατιστεί, … | |||
Past perfect | είχα θυμιατιστεί, είχες θυμιατιστεί, είχε θυμιατιστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||