Definify.com
Definition 2024
ιδανικό
ιδανικό
Greek
Noun
ιδανικό • (idanikó) n (plural ιδανικά)
Declension
declension of ιδανικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιδανικό | ιδανικά |
genitive | ιδανικού | ιδανικών |
accusative | ιδανικό | ιδανικά |
vocative | ιδανικό | ιδανικά |
Related terms
Adjective
ιδανικό • (idanikó)
- Accusative masculine singular form of ιδανικός (idanikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of ιδανικός (idanikós).