Definify.com
Definition 2024
ιδανικός
ιδανικός
Greek
Adjective
ιδανικός • (idanikós) m (feminine ιδανική, neuter ιδανικό)
Declension
positive forms of ιδανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιδανικός | ιδανική | ιδανικό | ιδανικοί | ιδανικές | ιδανικά |
genitive | ιδανικού | ιδανικής | ιδανικού | ιδανικών | ιδανικών | ιδανικών |
accusative | ιδανικό | ιδανική | ιδανικό | ιδανικούς | ιδανικές | ιδανικά |
vocative | ιδανικέ | ιδανική | ιδανικό | ιδανικοί | ιδανικές | ιδανικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιδανικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιδανικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιδανικότερος | ιδανικότερη | ιδανικότερο | ιδανικότεροι | ιδανικότερες | ιδανικότερα |
genitive | ιδανικότερου | ιδανικότερης | ιδανικότερου | ιδανικότερων | ιδανικότερων | ιδανικότερων |
accusative | ιδανικότερο | ιδανικότερη | ιδανικότερο | ιδανικότερους | ιδανικότερες | ιδανικότερα |
vocative | ιδανικότερε | ιδανικότερη | ιδανικότερο | ιδανικότεροι | ιδανικότερες | ιδανικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ιδανικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιδανικότατος | ιδανικότατη | ιδανικότατο | ιδανικότατοι | ιδανικότατες | ιδανικότατα |
genitive | ιδανικότατου | ιδανικότατης | ιδανικότατου | ιδανικότατων | ιδανικότατων | ιδανικότατων |
accusative | ιδανικότατο | ιδανικότατη | ιδανικότατο | ιδανικότατους | ιδανικότατες | ιδανικότατα |
vocative | ιδανικότατε | ιδανικότατη | ιδανικότατο | ιδανικότατοι | ιδανικότατες | ιδανικότατα |