Definify.com
Definition 2025
ιδιοδεκτικότητα
ιδιοδεκτικότητα
Greek
Noun
ιδιοδεκτικότητα • (idiodektikótita) f (uncountable)
Declension
Declension of ιδιοδεκτικότητα (idiodektikótita)
| singular | |
|---|---|
| nominative | ιδιοδεκτικότητα |
| genitive | ιδιοδεκτικότητας |
| accusative | ιδιοδεκτικότητα |
| vocative | ιδιοδεκτικότητα |