Definify.com
Definition 2024
ιδιοδεκτικότητα
ιδιοδεκτικότητα
Greek
Noun
ιδιοδεκτικότητα • (idiodektikótita) f (uncountable)
Declension
Declension of ιδιοδεκτικότητα (idiodektikótita)
singular | |
---|---|
nominative | ιδιοδεκτικότητα |
genitive | ιδιοδεκτικότητας |
accusative | ιδιοδεκτικότητα |
vocative | ιδιοδεκτικότητα |