Definify.com
Definition 2025
ιδιωτικοποίηση
ιδιωτικοποίηση
Greek
Noun
ιδιωτικοποίηση • (idiotikopoíisi) f (plural ιδιωτικοποιήσεις)
Declension
declension of ιδιωτικοποίηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ιδιωτικοποίηση | ιδιωτικοποιήσεις |
| genitive | ιδιωτικοποίησης / ιδιωτικοποιήσεως | ιδιωτικοποιήσεων |
| accusative | ιδιωτικοποίηση | ιδιωτικοποιήσεις |
| vocative | ιδιωτικοποίηση | ιδιωτικοποιήσεις |
Synonyms
- αποκρατικοποίηση f (apokratikopoíisi, “denationalisation”)
Related terms
- ιδιωτικοποιώ (idiotikopoió, “to denationalise”)
Antonyms
- εθνικοποίηση f (ethnikopoíisi, “nationalisation”)