Definify.com
Definition 2024
ιδιωτικοποίηση
ιδιωτικοποίηση
Greek
Noun
ιδιωτικοποίηση • (idiotikopoíisi) f (plural ιδιωτικοποιήσεις)
Declension
declension of ιδιωτικοποίηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιδιωτικοποίηση | ιδιωτικοποιήσεις |
genitive | ιδιωτικοποίησης / ιδιωτικοποιήσεως | ιδιωτικοποιήσεων |
accusative | ιδιωτικοποίηση | ιδιωτικοποιήσεις |
vocative | ιδιωτικοποίηση | ιδιωτικοποιήσεις |
Synonyms
- αποκρατικοποίηση f (apokratikopoíisi, “denationalisation”)
Related terms
- ιδιωτικοποιώ (idiotikopoió, “to denationalise”)
Antonyms
- εθνικοποίηση f (ethnikopoíisi, “nationalisation”)