Definify.com
Definition 2024
εθνικοποίηση
εθνικοποίηση
Greek
Noun
εθνικοποίηση • (ethnikopoíisi) f (plural ετηνικοποιήσεις)
Declension
declension of εθνικοποίηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εθνικοποίηση | εθνικοποιήσεις |
genitive | εθνικοποίησης / εθνικοποιήσεως | εθνικοποιήσεων |
accusative | εθνικοποίηση | εθνικοποιήσεις |
vocative | εθνικοποίηση | εθνικοποιήσεις |
Synonyms
- κρατικοποίηση f (kratikopoíisi, “nationalisation”)
- κοινωνικοποίηση f (koinonikopoíisi, “socialisation”)
Antonyms
- ιδιωτικοποίηση f (idiotikopoíisi, “privatisation”)
External links
- εθνικοποίηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el