Definify.com
Definition 2025
κοινωνικοποίηση
κοινωνικοποίηση
Greek
Noun
κοινωνικοποίηση • (koinonikopoíisi) f
- (psychology) socialisation, socialization
- nationalisation, taking into social ownership
Declension
declension of κοινωνικοποίηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | κοινωνικοποίηση | κοινωνικοποιήσεις |
| genitive | κοινωνικοποίησης / κοινωνικοποιήσεως | κοινωνικοποιήσεων |
| accusative | κοινωνικοποίηση | κοινωνικοποιήσεις |
| vocative | κοινωνικοποίηση | κοινωνικοποιήσεις |
Synonyms
- κρατικοποίηση f (kratikopoíisi, “nationalisation”)
- εθνικοποίηση f (ethnikopoíisi, “nationalisation”)
Related terms
- κοινωνικοποιώ (koinonikopoió, “to socialise”)