Definify.com
Definition 2024
κοινωνικοποίηση
κοινωνικοποίηση
Greek
Noun
κοινωνικοποίηση • (koinonikopoíisi) f
- (psychology) socialisation, socialization
- nationalisation, taking into social ownership
Declension
declension of κοινωνικοποίηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοινωνικοποίηση | κοινωνικοποιήσεις |
genitive | κοινωνικοποίησης / κοινωνικοποιήσεως | κοινωνικοποιήσεων |
accusative | κοινωνικοποίηση | κοινωνικοποιήσεις |
vocative | κοινωνικοποίηση | κοινωνικοποιήσεις |
Synonyms
- κρατικοποίηση f (kratikopoíisi, “nationalisation”)
- εθνικοποίηση f (ethnikopoíisi, “nationalisation”)
Related terms
- κοινωνικοποιώ (koinonikopoió, “to socialise”)