Definify.com
Definition 2025
κοινωνικός
κοινωνικός
Greek
Adjective
κοινωνικός • (koinonikós) m (feminine κοινωνική, neuter κοινωνικό)
Declension
positive forms of κοινωνικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | κοινωνικός | κοινωνική | κοινωνικό | κοινωνικοί | κοινωνικές | κοινωνικά |
| genitive | κοινωνικού | κοινωνικής | κοινωνικού | κοινωνικών | κοινωνικών | κοινωνικών |
| accusative | κοινωνικό | κοινωνική | κοινωνικό | κοινωνικούς | κοινωνικές | κοινωνικά |
| vocative | κοινωνικέ | κοινωνική | κοινωνικό | κοινωνικοί | κοινωνικές | κοινωνικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κοινωνικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κοινωνικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | κοινωνικότερος | κοινωνικότερη | κοινωνικότερο | κοινωνικότεροι | κοινωνικότερες | κοινωνικότερα |
| genitive | κοινωνικότερου | κοινωνικότερης | κοινωνικότερου | κοινωνικότερων | κοινωνικότερων | κοινωνικότερων |
| accusative | κοινωνικότερο | κοινωνικότερη | κοινωνικότερο | κοινωνικότερους | κοινωνικότερες | κοινωνικότερα |
| vocative | κοινωνικότερε | κοινωνικότερη | κοινωνικότερο | κοινωνικότεροι | κοινωνικότερες | κοινωνικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο κοινωνικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | κοινωνικότατος | κοινωνικότατη | κοινωνικότατο | κοινωνικότατοι | κοινωνικότατες | κοινωνικότατα |
| genitive | κοινωνικότατου | κοινωνικότατης | κοινωνικότατου | κοινωνικότατων | κοινωνικότατων | κοινωνικότατων |
| accusative | κοινωνικότατο | κοινωνικότατη | κοινωνικότατο | κοινωνικότατους | κοινωνικότατες | κοινωνικότατα |
| vocative | κοινωνικότατε | κοινωνικότατη | κοινωνικότατο | κοινωνικότατοι | κοινωνικότατες | κοινωνικότατα |
Antonyms
- ακοινώνητος (akoinónitos)
Derived terms
- κοινωνικοποίηση f (koinonikopoíisi, “socialisation”)
- κοινωνικοποιώ (koinonikopoió, “to socialise”)
See also
- (of animals): αγελαίος (agelaíos, “gregarious, herd loving”)