Definify.com
Definition 2024
ακοινώνητος
ακοινώνητος
Greek
Adjective
ακοινώνητος • (akoinónitos) m (feminine ακοινώνητη, neuter ακοινώνητο)
- unsociable (avoiding contact or friendship)
- (Christianity) not taking communion; excluded from communion
Declension
positive forms of ακοινώνητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακοινώνητος | ακοινώνητη | ακοινώνητο | ακοινώνητοι | ακοινώνητες | ακοινώνητα |
genitive | ακοινώνητου | ακοινώνητης | ακοινώνητου | ακοινώνητων | ακοινώνητων | ακοινώνητων |
accusative | ακοινώνητο | ακοινώνητη | ακοινώνητο | ακοινώνητους | ακοινώνητες | ακοινώνητα |
vocative | ακοινώνητε | ακοινώνητη | ακοινώνητο | ακοινώνητοι | ακοινώνητες | ακοινώνητα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακοινώνητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακοινώνητος, etc.) |
Antonyms
- κοινωνικός (koinonikós)