Definify.com
Definition 2025
ικανοποιημένος
ικανοποιημένος
Greek
Participle
ικανοποιημένος • (ikanopoiiménos) m (perfect, feminine ικανοποιημένη, neuter ικανοποιημένο)
Declension
positive forms of ικανοποιημένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ικανοποιημένος | ικανοποιημένη | ικανοποιημένο | ικανοποιημένοι | ικανοποιημένες | ικανοποιημένα |
genitive | ικανοποιημένου | ικανοποιημένης | ικανοποιημένου | ικανοποιημένων | ικανοποιημένων | ικανοποιημένων |
accusative | ικανοποιημένο | ικανοποιημένη | ικανοποιημένο | ικανοποιημένους | ικανοποιημένες | ικανοποιημένα |
vocative | ικανοποιημένε | ικανοποιημένη | ικανοποιημένο | ικανοποιημένοι | ικανοποιημένες | ικανοποιημένα |