Definify.com
Definition 2024
ιπτάμενος
ιπτάμενος
Greek
Adjective
ιπτάμενος • (iptámenos) m (feminine ιπτάμενη, neuter ιπτάμενο)
Declension
positive forms of ιπτάμενος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιπτάμενος | ιπτάμενη | ιπτάμενο | ιπτάμενοι | ιπτάμενες | ιπτάμενα |
genitive | ιπτάμενου | ιπτάμενης | ιπτάμενου | ιπτάμενων | ιπτάμενων | ιπτάμενων |
accusative | ιπτάμενο | ιπτάμενη | ιπτάμενο | ιπτάμενους | ιπτάμενες | ιπτάμενα |
vocative | ιπτάμενε | ιπτάμενη | ιπτάμενο | ιπτάμενοι | ιπτάμενες | ιπτάμενα |
Derived terms
- άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο n (ágnostis taftótitas iptámeno antikeímeno, “unidentified flying object”)
- ιπτάμενος δίσκος n (iptámenos dískos, “flying saucer”)
- ιπτάμενος Ολλανδός m (iptámenos Ollandós, “Flying Dutchman”)
Noun
ιπτάμενος • (iptámenos) m (plural ιπτάμενοι)
Declension
declension of ιπτάμενος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιπτάμενος | ιπτάμενοι |
genitive | ιπτάμενου / ιπταμένου | ιπτάμενων / ιπταμένων |
accusative | ιπτάμενο | ιπτάμενους / ιπταμένους |
vocative | ιπτάμενε | ιπτάμενοι |