Definify.com
Definition 2024
ιρλανδικός
ιρλανδικός
Greek
Adjective
ιρλανδικός • (irlandikós) m (feminine ιρλανδική, neuter ιρλανδικό)
Declension
positive forms of ιρλανδικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιρλανδικός | ιρλανδική | ιρλανδικό | ιρλανδικοί | ιρλανδικές | ιρλανδικά |
genitive | ιρλανδικού | ιρλανδικής | ιρλανδικού | ιρλανδικών | ιρλανδικών | ιρλανδικών |
accusative | ιρλανδικό | ιρλανδική | ιρλανδικό | ιρλανδικούς | ιρλανδικές | ιρλανδικά |
vocative | ιρλανδικέ | ιρλανδική | ιρλανδικό | ιρλανδικοί | ιρλανδικές | ιρλανδικά |
Synonyms
- ιρλανδέζικος (irlandézikos, “Irish”) (colloquial)