Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2025
ισλανδικά
ισλανδικά
Greek
Noun
ισλανδικά
•
(
islandiká
)
n
pl
Icelandic
(
language
)
Declension
ισλανδικά
plural
nominative
ισλανδικά
genitive
ισλανδικών
accusative
ισλανδικά
vocative
ισλανδικά
Related terms
see:
Ισλανδία
f
(
Islandía
,
“
Iceland
”
)
Similar Results