Definify.com
Definition 2024
ισοβουτάνιο
ισοβουτάνιο
Greek
Noun
ισοβουτάνιο • (isovoutánio) n (uncountable)
- (organic chemistry) isobutane
Declension
Declension of ισοβουτάνιο (isovoutánio)
singular | |
---|---|
nominative | ισοβουτάνιο |
genitive | ισοβουτανίου |
accusative | ισοβουτάνιο |
vocative | ισοβουτάνιο |
External links
- ισοβουτάνιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el