Definify.com

Definition 2024


ισοδύναμη

ισοδύναμη

Greek

Adjective

ισοδύναμη (isodýnami)

  1. Nominative, accusative and vocative feminine singular form of ισοδύναμος (isodýnamos).
    ισοδύναμη δόσηisodýnami dósi ― equivalent dose