Definify.com
Definition 2024
ισοδύναμος
ισοδύναμος
Greek
Adjective
ισοδύναμος • (isodýnamos) m (feminine ισοδύναμη, neuter ισοδύναμο)
- equivalent
- ισοδύναμη δόση ― isodýnami dósi ― equivalent dose
Declension
positive forms of ισοδύναμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισοδύναμος | ισοδύναμη | ισοδύναμο | ισοδύναμοι | ισοδύναμες | ισοδύναμα |
genitive | ισοδύναμου | ισοδύναμης | ισοδύναμου | ισοδύναμων | ισοδύναμων | ισοδύναμων |
accusative | ισοδύναμο | ισοδύναμη | ισοδύναμο | ισοδύναμους | ισοδύναμες | ισοδύναμα |
vocative | ισοδύναμε | ισοδύναμη | ισοδύναμο | ισοδύναμοι | ισοδύναμες | ισοδύναμα |
Related terms
- ισοδύναμο βάρος n (isodýnamo város, “equivalent weight”)
Synonyms
- αντίστοιχος (antístoichos)