Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ισοπεντανίου
ισοπεντανίου
Greek
Noun
ισοπεντανίου
•
(
isopentaníou
)
n
Genitive
singular
form of
ισοπεντάνιο
(
isopentánio
)
.
Similar Results