Definify.com
Definition 2024
ισοπεντάνιο
ισοπεντάνιο
Greek
Noun
ισοπεντάνιο • (isopentánio) n (uncountable)
- (organic chemistry) isopentane
Declension
Declension of ισοπεντάνιο (isopentánio)
singular | |
---|---|
nominative | ισοπεντάνιο |
genitive | ισοπεντανίου |
accusative | ισοπεντάνιο |
vocative | ισοπεντάνιο |
External links
- ισοπεντάνιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el