Definify.com
Definition 2024
Ισραηλινός
Ισραηλινός
See also: ισραηλινός
Greek
Noun
Ισραηλινός • (Israilinós) m (plural Ισραηλινοί, feminine Ισραηλινή)
Declension
declension of Ισραηλινός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Ισραηλινός | Ισραηλινοί |
genitive | Ισραηλινού | Ισραηλινών |
accusative | Ισραηλινό | Ισραηλινούς |
vocative | Ισραηλινέ | Ισραηλινοί |
Related terms
- Ισραήλ n (Israíl, “Israel”)
ισραηλινός
ισραηλινός
See also: Ισραηλινός
Greek
Adjective
ισραηλινός • (israilinós) m (feminine ισραηλινή, neuter ισραηλινό)
- Israeli (of, from, or pertaining to Israel, the Israeli people)
Declension
positive forms of ισραηλινός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισραηλινός | ισραηλινή | ισραηλινό | ισραηλινοί | ισραηλινές | ισραηλινά |
genitive | ισραηλινού | ισραηλινής | ισραηλινού | ισραηλινών | ισραηλινών | ισραηλινών |
accusative | ισραηλινό | ισραηλινή | ισραηλινό | ισραηλινούς | ισραηλινές | ισραηλινά |
vocative | ισραηλινέ | ισραηλινή | ισραηλινό | ισραηλινοί | ισραηλινές | ισραηλινά |
Related terms
- see: Ισραήλ n (Israíl, “Israel”)