Definify.com
Definition 2024
ιστιοσανίδα
ιστιοσανίδα
Greek
Noun
ιστιοσανίδα • (istiosanída) f (plural ιστιοσανίδες)
Declension
declension of ιστιοσανίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιστιοσανίδα | ιστιοσανίδες |
genitive | ιστιοσανίδας | ιστιοσανίδων |
accusative | ιστιοσανίδα | ιστιοσανίδες |
vocative | ιστιοσανίδα | ιστιοσανίδες |
Synonyms
- γουίντ-σέρφινγκ n (gouínt-sérfinnk)
Related terms
- see: ιστός m (istós, “mast”)