Definify.com
Definition 2024
ιόχρους
ιόχρους
Greek
Adjective
ιόχρους • (ióchrous) m (feminine ιόχρους, neuter ιόχρουν)
Declension
positive forms of ιόχρους
Coordinate terms
- see: μοβ (mov) for similar colours
ιόχρους • (ióchrous) m (feminine ιόχρους, neuter ιόχρουν)