Definify.com
Definition 2024
κάθομαι
κάθομαι
Greek
Verb
κάθομαι • (káthomai) (simple past κάθισα or έκατσα, deponent)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
Related terms
- ανακάθομαι (anakáthomai, “sit up”)
- καθίζω (kathízo)
- καθισιά (kathisiá)
- καθισιό (kathisió)
- κάθισμα (káthisma)
- κάθισμα (káthisma)
- καθιστικό (kathistikó)
- καθιστικός (kathistikós)
- καθιστός (kathistós)