Definify.com
Definition 2024
κάνιστρο
κάνιστρο
Greek
Noun
κάνιστρο • (kánistro) n (plural κάνιστρα)
- trug, basket (shallow; made of reed, plastic, etc)
- jerrycan (and similar liquid constainers)
- bucket (on a hoist)
Declension
declension of κάνιστρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κάνιστρο | κάνιστρα |
genitive | κανίστρου | κανίστρων |
accusative | κάνιστρο | κάνιστρα |
vocative | κάνιστρο | κάνιστρα |
Synonyms
- (jerrycan): μπιτόνι n (bitóni)
External links
- κάνιστρο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el