Definify.com
Definition 2024
κάταγμα
κάταγμα
Greek
Noun
κάταγμα • (kátagma) n (plural κατάγματα)
Declension
declension of κάταγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κάταγμα | κατάγματα |
genitive | κατάγματος | καταγμάτων |
accusative | κάταγμα | κατάγματα |
vocative | κάταγμα | κατάγματα |