Definify.com
Definition 2024
κέρινος
κέρινος
Greek
Adjective
κέρινος • (kérinos) m (feminine κέρινη, neuter κέρινο)
- wax (made of wax)
Declension
positive forms of κέρινος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κέρινος | κέρινη | κέρινο | κέρινοι | κέρινες | κέρινα |
genitive | κέρινου | κέρινης | κέρινου | κέρινων | κέρινων | κέρινων |
accusative | κέρινο | κέρινη | κέρινο | κέρινους | κέρινες | κέρινα |
vocative | κέρινε | κέρινη | κέρινο | κέρινοι | κέρινες | κέρινα |