Definify.com

Definition 2024


καθιερώνομαι

καθιερώνομαι

Greek

Verb

καθιερώνομαι (kathierónomai) (simple past καθιερώθηκα, active form καθιερώνω, passive)

  1. passive of καθιερώνω (kathieróno)

Conjugation