Definify.com
Definition 2024
καθολικό
καθολικό
Greek
Noun
καθολικό • (katholikó) n (plural καθολικά)
- (architecture, orthodoxy) part of a church: space between narthex and sanctuary
- (religion) monastery chapel
- (administration) (universal) ledger
Declension
declension of καθολικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καθολικό | καθολικά |
genitive | καθολικού | καθολικών |
accusative | καθολικό | καθολικά |
vocative | καθολικό | καθολικά |
External links
- καθολικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
Adjective
καθολικό • (katholikó)
- Accusative masculine singular form of καθολικός (katholikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of καθολικός (katholikós).