Definify.com
Definition 2024
καθολικός
καθολικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /kaθolikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /kaθolikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /kaθolikós/
Adjective
καθολικός • (katholikós) m (feminine καθολική, neuter καθολικόν); first/second declension
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | καθολικός | καθολική | καθολικόν | καθολικώ | καθολικᾱ́ | καθολικώ | καθολικοί | καθολικαί | καθολικᾰ́ | |||
Genitive | καθολικοῦ | καθολικῆς | καθολικοῦ | καθολικοῖν | καθολικαῖν | καθολικοῖν | καθολικῶν | καθολικῶν | καθολικῶν | |||
Dative | καθολικῷ | καθολικῇ | καθολικῷ | καθολικοῖν | καθολικαῖν | καθολικοῖν | καθολικοῖς | καθολικαῖς | καθολικοῖς | |||
Accusative | καθολικόν | καθολικήν | καθολικόν | καθολικώ | καθολικᾱ́ | καθολικώ | καθολικούς | καθολικᾱ́ς | καθολικᾰ́ | |||
Vocative | καθολικέ | καθολική | καθολικόν | καθολικώ | καθολικᾱ́ | καθολικώ | καθολικοί | καθολικαί | καθολικᾰ́ | |||
References
- καθολικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «καθολικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «καθολικός» in Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [the Lexicon of Byzantine Hellenism, Particularly the 9th-12th Centuries], Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften
Greek
Adjective
καθολικός • (katholikós) m (feminine καθολική, neuter καθολικό)
Declension
positive forms of καθολικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καθολικός | καθολική | καθολικό | καθολικοί | καθολικές | καθολικά |
genitive | καθολικού | καθολικής | καθολικού | καθολικών | καθολικών | καθολικών |
accusative | καθολικό | καθολική | καθολικό | καθολικούς | καθολικές | καθολικά |
vocative | καθολικέ | καθολική | καθολικό | καθολικοί | καθολικές | καθολικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καθολικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καθολικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καθολικότερος | καθολικότερη | καθολικότερο | καθολικότεροι | καθολικότερες | καθολικότερα |
genitive | καθολικότερου | καθολικότερης | καθολικότερου | καθολικότερων | καθολικότερων | καθολικότερων |
accusative | καθολικότερο | καθολικότερη | καθολικότερο | καθολικότερους | καθολικότερες | καθολικότερα |
vocative | καθολικότερε | καθολικότερη | καθολικότερο | καθολικότεροι | καθολικότερες | καθολικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καθολικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καθολικότατος | καθολικότατη | καθολικότατο | καθολικότατοι | καθολικότατες | καθολικότατα |
genitive | καθολικότατου | καθολικότατης | καθολικότατου | καθολικότατων | καθολικότατων | καθολικότατων |
accusative | καθολικότατο | καθολικότατη | καθολικότατο | καθολικότατους | καθολικότατες | καθολικότατα |
vocative | καθολικότατε | καθολικότατη | καθολικότατο | καθολικότατοι | καθολικότατες | καθολικότατα |
Related terms
- καθολικό n (katholikó, “part of a church; ledger”)