Definify.com
Definition 2024
καθώς
καθώς
Greek
Conjunction
καθώς • (kathós)
- as, [while]]
- Το ευρώ φθίνει καθώς η ευρωπαϊκή κρίση χρεών εξαπλώνεται.
- To evró fthínei kathós i evropaïkí krísi chreón exaplónetai.
- The euro is declining as the European debt crisis spreads.
- Το ευρώ φθίνει καθώς η ευρωπαϊκή κρίση χρεών εξαπλώνεται.
- since, seeing as, because
- Δεν βγήκα απόψε καθώς δεν είχα τα λεφτά.
- Den vgíka apópse kathós den eícha ta leftá.
- I didn't go out tonight since I didn't have the money to.
- Δεν βγήκα απόψε καθώς δεν είχα τα λεφτά.