Definify.com
Definition 2025
καλαμποκίσιος
καλαμποκίσιος
Greek
Adjective
καλαμποκίσιος • (kalampokísios) m (feminine καλαμποκίσια, neuter καλαμποκίσιο)
Declension
positive forms of καλαμποκίσιος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | καλαμποκίσιος | καλαμποκίσια | καλαμποκίσιο | καλαμποκίσιοι | καλαμποκίσιες | καλαμποκίσια |
| genitive | καλαμποκίσιου | καλαμποκίσιας | καλαμποκίσιου | καλαμποκίσιων | καλαμποκίσιων | καλαμποκίσιων |
| accusative | καλαμποκίσιο | καλαμποκίσια | καλαμποκίσιο | καλαμποκίσιους | καλαμποκίσιες | καλαμποκίσια |
| vocative | καλαμποκίσιε | καλαμποκίσια | καλαμποκίσιο | καλαμποκίσιοι | καλαμποκίσιες | καλαμποκίσια |
Related terms
- see: καλαμπόκι n (kalampóki, “maize, sweet corn”)